Πρόωρος τοκετός
Τι είναι ο πρόωρος τοκετός, γιατί μπορεί να συμβεί και πώς προλαμβάνεται;
Μπορεί η περίοδος της εγκυμοσύνης να χαρακτηρίζεται από χαρά και ανυπομονησία για την έλευση του νέου μέλους, αλλά κάποιες φορές η μέλλουσα μητέρα κυριεύεται από το άγχος του πρόωρου τοκετού. Πώς μπορεί να προληφθεί λοιπόν και να αντιμετωπιστεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο;
Ο πρόωρος τοκετός αφορά το 12%, περίπου, των κυήσεων και στην πράξη σημαίνει ότι ο τοκετός, επέρχεται πριν από την 37η εβδομάδα της κύησης. Εντός 30 λεπτών η εγκυμονούσα νιώθει περισσότερες από 3 συστολές της μήτρας και δυνατούς πόνους, συμπτώματα που, αν δεν αντιμετωπιστούν, οδηγούν σε διαστολή του τραχήλου και εν τέλει στη γέννηση του εμβρύου. Πρέπει να σημειωθεί ότι σχεδόν το 25% των πρόωρων τοκετών συμβαίνει με απόφαση του γυναικολόγου, διότι κρίνεται πως η συνέχιση της εγκυμοσύνης δεν είναι ασφαλής. Τότε κάνουμε λόγο για την ιατρογενή προωρότητα.
Γιατί προκαλείται πρόωρος τοκετός;
Είναι γεγονός ότι αρκετές φορές δεν υπάρχει σαφής αιτιολογία για τον πρόωρο τοκετό, αλλά υφίστανται ορισμένοι παράγοντες που συνδέονται με την προωρότητα. Τέτοιοι είναι το ιστορικό πρόωρου τοκετού, επεμβάσεις στον τράχηλο, όπως η κωνοειδής εκτομή, η πολύ μικρή ή πολύ προχωρημένη ηλικία, ανατομικές ανωμαλίες της μήτρας όπως δίκερη μήτρα, ανεπάρκεια τραχήλου, ινομυώματα, παθήσεις της μητέρας, όπως ο σακχαρώδης διαβήτης, πολύδυμη εγκυμοσύνη, πρόωρη ρήξη των υμένων, προεκλαμψία, ενδομήτρια καθυστέρηση ανάπτυξης του εμβρύου, πρόωρη αποκόλληση πλακούντα, λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος ή άλλες μορφές λοιμώξεων, ιστορικό αποβολών, προδρομικός πλακούντας, το κάπνισμα, το αλκοόλ, τα ναρκωτικά, η αιμορραγία πριν από τις 24 εβδομάδες, καθώς επίσης και οι ψυχολογικές διαταραχές.
Πρόληψη και θεραπεία
Ευτυχώς σήμερα ο κίνδυνος του πρόωρου τοκετού μπορεί να προβλεφθεί και να αντιμετωπιστεί. Η μέτρηση του μήκους του τραχήλου της μήτρας με διακολπικό υπερηχογράφημα, μια εξέταση που προτείνεται κατά τη διενέργεια της αυχενικής διαφάνειας και την εξέταση του Β’ επιπέδου, σε συνδυασμό με την παρακολούθηση ποικίλων βιοχημικών δεικτών, όπως η εμβρυικήφιμπρονεκτίνη, η οποία εντοπίζεται με τη χρήση ειδικών κιτ στα κολπικά υγρά, δύνανται να ανιχνεύσουν εγκαίρως το ενδεχόμενο του πρόωρου τοκετού.
Εάν λοιπόν ανιχνευθεί αυτός ο κίνδυνος, τότε ο γυναικολόγος έχει την ευχέρεια να προβεί σε σειρά παρεμβάσεων.
Μία από αυτές είναι ο έγκαιρος εντοπισμός και η θεραπεία της βακτηριακής κολπίτιδας ή της ασυμπτωματικής βακτηριουρίας πριν από τις 20 εβδομάδες.
Άλλη μία παρέμβαση είναιη περίδεση του τραχήλου, στην περίπτωση που βεβαιώνεται ανεπάρκεια της μήτρας. Η περίδεση γίνεται στο χειρουργείο με γενική αναισθησία με τη χρήση ράμματος γύρω από το εσωτερικό στόμιο του τραχήλου. Η περίδεση τραχήλου μπορεί να έχει προφυλακτικό χαρακτήρα και να πραγματοποιηθεί στις 14 εβδομάδες της κύησης ή να είναι επείγουσα, εφόσον εντοπιστεί διαστολή.
Τρίτη δυνατή παρέμβαση από τον γυναικολόγο είναι η διακολπική χορήγηση προγεστερόνης με στόχο τη μείωση της πιθανότητας πρόωρου τοκετού, ιδίως όταν οι έγκυοι έχουν ιστορικό πρόωρων τοκετών ή διαθέτουν βαρύ τράχηλο.
Στην περίπτωση κατά την οποία έχει αρχίσει η διαδικασία του πρόωρου τοκετού, τότε προτείνεται η χορήγηση τοκολυτικής φαρμακευτικής αγωγής, ώστε είτε να αποφευχθεί ο τοκετός είτε να καθυστερήσει όσο περισσότερο γίνεται. Ταυτόχρονα, το έμβρυο παρακολουθείται από υπέρηχο και καρδιοτοκογράφο. Εάν δεν αποδώσει η τοκολυτική θεραπεία και εξελιχθεί ο πρόωρος τοκετός, τότε χορηγούνται κορτικοστεροειδή που στοχεύουν στη βέλτιστη δυνατή προετοιμασία του εμβρύου και πρωτίστως στην ωρίμανση του αναπνευστικού συστήματος. Επίσης, τα κορτικοστεροειδή θα μειώσουν τις πιθανότητες εγκεφαλικής αιμορραγίας και νεογνικού θανάτου. Ακόμα, εάν έχει διαπιστωθεί ρήξη των υμένων στη γυναίκα, τότε χορηγείται αντιβίωση, για να αμβλυνθεί ο κίνδυνος λοίμωξης.
Όταν τελειώσει ο πρόωρος τοκετός, το βρέφος εισάγεται σε θερμοκοιτίδα και παρακολουθείται από νεογνολόγους, ενώ διενεργούνται οι απαραίτητες ενέργειες, για να εξασφαλιστεί η σωστή και ταχεία ανάπτυξή του.
Πρέπει να σημειωθεί πως όταν ένα βρέφος είναι πολύ πρόωρο, ενδέχεται να παρουσιάσει σειρά δυσλειτουργιών που μπορεί να εκτείνονται από αναπνευστικές δυσκολίες και μεταβολικά νοσήματα μέχρι και δυσλειτουργία του γαστρεντερικού συστήματος, προβλήματα όμως που αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά τις περισσότερες φορές. Από την άλλη, υπάρχουν και πιο κρίσιμα περιστατικά, τα οποία δεν παρουσιάζονται συχνά και αφορούν στην εκδήλωση καρδιαγγειακών και εγκεφαλικών προβλημάτων, σε αιματολογικές διαταραχές, καθώς επίσης και σε δυσλειτουργίες στην ακοή ή στην όραση.
Υπό αυτό το πρίσμα οι εγκυμονούσες οφείλουν να γνωρίζουν πως για να ελαχιστοποιήσουν τον κίνδυνο πρόωρου τοκετού ή για να τον καθυστερήσουν όσο περισσότερο γίνεται, πρέπει να υποβάλλονται σε κάθε απαραίτητη εξέταση και να βρίσκονται υπό στενή παρακολούθηση από τον γυναικολόγο τους, κυρίως εάν υπάρχει αντίστοιχο ιστορικό. Και βέβαια κάθε γυναίκα πρέπει να απευθύνεται στον ιατρό της, αμέσως μόλις διαπιστώσει την πρώτη ένδειξη πρόωρου τοκετού.